- Ἀμφίονος
- Ἄμφιωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τειχομελής — ές, Α αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» η κιθάρα τού Αμφίονος, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυ μελής] … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek
Δίρκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Θήβας, Λύκου. Η Δ. κράτησε αιχμάλωτη για πολλά χρόνια την ερωμένη του Δία, Αντιόπη, μητέρα των διδύμων Αμφίονος και Ζήθου, που είχαν αφεθεί νεογέννητοι στον Κιθαιρώνα και τους ανέθρεψαν βοσκοί.… … Dictionary of Greek